- προφυγόντα
- προφεύγωflee forwardsaor part act neut nom/voc/acc plπροφεύγωflee forwardsaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφυγόντ' — προφυγόντα , προφεύγω flee forwards aor part act neut nom/voc/acc pl προφυγόντα , προφεύγω flee forwards aor part act masc acc sg προφυγόντι , προφεύγω flee forwards aor part act masc/neut dat sg προφυγόντε , προφεύγω flee forwards aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφεύγω — Α 1. φεύγω προς τα εμπρός, φεύγω μακριά («οὐδὲ οι ἵπποι ἐγγὺς ἔσαν προφυγεῑν», Ομ. Ιλ.) 2. απομακρύνομαι από κάτι, αποφεύγω κάτι («προφυγόντα μένος καὶ χεῑρας Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek